- ανίσωμα
- ἀνίσωμα, το και ἀνίσων, η (Α)το κρασί που πρόσφεραν κατά την υποδοχή κάποιου ξένου, η επίστιος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνίσωμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισώματα — ἀνίσωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ … Dictionary of Greek
επίστιος — ἐπίστιος, ον (Α) 1. εφέστιος* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος το ανίσωμα*. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ.… … Dictionary of Greek
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek